υετόμετρο

υετόμετρο
το, Ν
το βροχόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyetometer (< υετός «βροχή» + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στο Γερμανοελληνικόν Λεξικόν τού Joh. Franz].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”